- καλάμιστρος
- καλάμιστρος, ὁ (Α) [κάλαμος](γλώσσα) κάρφος*, καλάμη*, ράπη*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek